- σαικσπηρικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Σαίκσπηρ: Σαικσπηρικά έργα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.